ξυλοκόπημα
Смотреть что такое "ξυλοκόπημα" в других словарях:
ξυλοκόπημα — ξυλοκόπημα, το και ξυλοκόπι, το, ατος ξύλισμα, ραβδισμός, δαρμός: Ο καβγάς τέλειωσε με αμοιβαίο ξυλοκόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοκόπημα — το άγριος ξυλοδαρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλοκοπώ. Η λ., στον πληθ. ξυλοκοπήματα, μαρτυρείται από το 1811 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… … Dictionary of Greek
αγριόξυλο — το 1. σκληρό ξύλο ακατάλληλο για ξυλουργική επεξεργασία 2. σκληρός δαρμός, άγριο ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek
μανιβέλα — και μαναβέλα, η 1. μοχλός με τον οποίο περιστρέφεται χειροκίνητο σύσκευο ή μηχάνημα ή με τη βοήθεια τού οποίου τίθεται σε λειτουργία ένας βενζινοκινητήρας ή πετρελαιοκινητήρας 2. ξύλο, κοντάρι πάνω στους ώμους δύο ανθρώπων που στέκονται… … Dictionary of Greek
μερεμέτι — το 1. (ιδίως για οικοδόμημα) επιδιόρθωση, επισκευή 2. μτφ. α) δριμεία επίπληξη β) ανηλεής δαρμός, ξυλοκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meremet] … Dictionary of Greek
μπαγλάρωμα — το [μπαγλαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαγλαρώνω, δέσιμο, σύλληψη 2. μτφ. ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek
μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… … Dictionary of Greek
μπατάγια — η (Μ μπατάγια και μπατάλια και πατάγια και πατάλλια και πατάλια και παταλία) νεοελλ. 1. ξυλοκόπημα 2. σφοδρή επίπληξη, μάλωμα μσν. 1. μάχη 2. αντιπαράσταση κατά τη διάρκεια δικαστικού αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπατάλια < ιταλ. battaglia. Ο τ.… … Dictionary of Greek
μπερντάχι — και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το 1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα 2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα 3. δριμεία επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah] … Dictionary of Greek